Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοκίμιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοκίμιο [ðɔˈcimiɔ] SUBST ουδ

1. δοκίμιο ΤΥΠΟΓΡ:

δοκίμιο

2. δοκίμιο (γραπτό πάνω σε ειδικό θέμα):

δοκίμιο
Essay αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский