Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δόκιμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δόκιμ|ος <-η, -ο> [ˈðɔcimɔs] ΕΠΊΘ

1. δόκιμος (άνθρωπος):

δόκιμος
δόκιμος πολιτικός

2. δόκιμος (διαδικασία):

δόκιμος

II . δόκιμ|ος [ˈðɔcimɔs] SUBST αρσ ΣΤΡΑΤ

δόκιμος
Kadett αρσ
ναυτικός δόκιμος

Παραδειγματικές φράσεις με δόκιμος

δόκιμος πολιτικός
ναυτικός δόκιμος
δόκιμος μοναχός
Novize αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский