Ελληνικά » Γερμανικά

μοναχ|ός <-ή, -ό> [mɔnaˈxɔs], μονάχ|ος [mɔˈnaxɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. μοναχός (ασυνόδευτος, μόνος):

μοναχός
θα το κάνω μοναχός μου

2. μοναχός (που αισθάνεται μόνος):

μοναχός

μοναχ|ός (-ή) [mɔnaˈxɔs] SUBST αρσ (θηλ)

μοναχός (-ή)
Mönch (Nonne) αρσ (θηλ)
δόκιμος μοναχός
Novize αρσ
Novizin θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με μοναχός

δόκιμος μοναχός
Novize αρσ
θα το κάνω μοναχός μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский