Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δοκιμάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δοκιμά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ðɔciˈmazɔ] VERB μεταβ

1. δοκιμάζω (προσπαθώ, φαγητό):

δοκιμάζω

2. δοκιμάζω (κάνω δοκιμή τη λειτουργία):

δοκιμάζω

3. δοκιμάζω (ρούχο):

δοκιμάζω

4. δοκιμάζω (υποφέρω: λύπη κτλ):

δοκιμάζω

Παραδειγματικές φράσεις με δοκιμάζω

δοκιμάζω την τύχη μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский