Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: σεφ , σήψη , νύφη , σουτ , σος , σου , σομ , σολ και σοκ

σοκ [sɔk] SUBST ουδ αμετάβλ

σομ [sɔm] SUBST ουδ αμετάβλ (νόμισμα)

Som αρσ

σουτ1 [sut] ΕΠΙΦΏΝ

νύφη [ˈnifi] SUBST θηλ

1. νύφη (σε γάμο):

Braut θηλ

2. νύφη (σύζυγος του αδερφού):

Schwägerin θηλ

3. νύφη (σύζυγος του γιου):

σήψ|η <-εις> [ˈsipsi] SUBST θηλ

1. σήψη (σάπισμα):

Fäulnis θηλ

2. σήψη (νεκρού):

Verwesung θηλ

3. σήψη μτφ (ηθική):

Verfall αρσ

σεφ [sɛf] SUBST αρσ

Chefkoch αρσ (Chefköchin) θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский