Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σομ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σομ [sɔm] SUBST ουδ αμετάβλ (νόμισμα)

σομ
Som αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский