Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σήψη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σήψ|η <-εις> [ˈsipsi] SUBST θηλ

1. σήψη (σάπισμα):

σήψη
Fäulnis θηλ

2. σήψη (νεκρού):

σήψη
Verwesung θηλ

3. σήψη μτφ (ηθική):

σήψη
Verfall αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский