Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σουφρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . σουφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [suˈfrɔnɔ] VERB μεταβ

1. σουφρώνω (ρούχο: τσαλακώνω):

σουφρώνω

2. σουφρώνω (μέτωπο):

σουφρώνω

3. σουφρώνω (μύτη):

σουφρώνω

4. σουφρώνω οικ (κλέβω):

σουφρώνω

II . σουφρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [suˈfrɔnɔ] VERB αμετάβ

1. σουφρώνω (αποκτώ τσαλακώματα):

σουφρώνω

2. σουφρώνω (ρούχο: μαζεύω):

σουφρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский