Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σοφίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σοφί|ζομαι <-στηκα> [sɔˈfizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

σοφίζομαι κάτι
sich δοτ etw ausdenken

Παραδειγματικές φράσεις με σοφίζομαι

σοφίζομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский