Ελληνικά » Γερμανικά

παραμυθένι|ος <-α, -ο> [paramiˈθɛɲɔs] ΕΠΊΘ

παραμυθ|άς <-άδες> [paramiˈθas] SUBST αρσ, παραμυθ|ού [paramiˈθu] <-ούδες> SUBST θηλ

παραξενιά [paraksɛˈɲa] SUBST θηλ

1. παραξενιά (ιδιότητα ανθρώπου):

2. παραξενιά (λόξα, καπρίτσιο):

Laune θηλ

παρθενιά [parθɛˈɲa] SUBST θηλ

παρασκήνια [paraˈscinia] SUBST ουδ πλ

παραμάνα [paraˈmana] SUBST θηλ

1. παραμάνα (γυναίκα):

Pflegemutter θηλ

2. παραμάνα (είδος καρφίτσας):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский