Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραμονεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παραμον|εύω <-εψα> [paramɔˈnɛvɔ] VERB αμετάβ

παραμονεύω

II . παραμον|εύω <-εψα> [paramɔˈnɛvɔ] VERB μεταβ

παραμονεύω κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με παραμονεύω

παραμονεύω κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский