Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παραμονή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παραμονή [paramɔˈni] SUBST θηλ

1. παραμονή (διαμονή):

παραμονή
Aufenthalt αρσ
αναγκαστική παραμονή
παραμονή στο εξωτερικό

2. παραμονή (γιορτής, γεγονότος):

παραμονή
Vorabend αρσ
Heiligabend αρσ
παραμονή της Πρωτοχρονιάς
Silvester ουδ o αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με παραμονή

αναγκαστική παραμονή
παραμονή στο εξωτερικό
Silvester ουδ o αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский