Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: οδηγία , οδηγώ και οδηγός

οδηγός [ɔðiˈɣɔs] SUBST mf

1. οδηγός (οχήματος):

Fahrer(in) αρσ (θηλ)

2. οδηγός (αρχηγός):

Anführer(in) αρσ (θηλ)

3. οδηγός (ξεναγός):

Reiseleiter(in) αρσ (θηλ)

4. οδηγός (εγχειρίδιο):

Handbuch ουδ
Gelbe Seiten θηλ πλ

5. οδηγός (τουριστικό βιβλίο):

Reiseführer αρσ

οδηγ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɔðiˈɣɔ] VERB μεταβ

2. οδηγώ (ειδικά όχημα, αυτοκίνητο):

οδηγία [ɔðiˈjia] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский