Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ογκώδης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ογκώδ|ης <-ης, -ες> [ɔŋˈgɔðis] ΕΠΊΘ

1. ογκώδης (μεγάλος σε όγκο):

ογκώδης

2. ογκώδης μτφ (ύφος):

ογκώδης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский