Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οδήγηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οδήγησ|η <-εις> [ɔˈðijisi] SUBST θηλ

1. οδήγηση (αυτοκινήτου):

οδήγηση
Autofahren ουδ
Fahrerlaubnis θηλ
ικανός για οδήγηση

2. οδήγηση (γενικότερα: οχήματος):

οδήγηση ΝΑΥΣ, ΑΕΡΟ
Führung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με οδήγηση

ικανός για οδήγηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский