Ελληνικά » Γερμανικά

κορυφή [kɔriˈfi] SUBST θηλ

1. κορυφή (βουνού, δόξας):

Gipfel αρσ

2. κορυφή (κύματος νερού):

Wellenkamm αρσ

4. κορυφή μτφ (άνθρωπος ικανότατος):

Koryphäe θηλ

5. κορυφή (ιεραρχικής οργάνωσης):

Spitze θηλ
σύνοδος θηλ κορυφής ΠΟΛΙΤ
Gipfeltreffen ουδ

κουφ|ός <-ή, -ό> [kuˈfɔs] ΕΠΊΘ

κουιζ [ku̯iz] SUBST ουδ

Quiz ουδ

κουκί [kuˈci] SUBST ουδ

1. κουκί (καρπός κουκιάς):

Saubohne θηλ
dicke Bohne θηλ

2. κουκί (σπυρί):

Korn ουδ

II . κουνιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. κουνιέμαι (κινούμαι):

2. κουνιέμαι (δεν είμαι σταθερός: τραπέζι κτλ):

3. κουνιέμαι (βάρκα):

κουπέ [kuˈpɛ] SUBST ουδ

1. κουπέ ΣΙΔΗΡ:

Abteil ουδ

2. κουπέ (αυτοκίνητο):

Coupé ουδ

κουπί [kuˈpi] SUBST ουδ

κουτί [kuˈti] SUBST ουδ

1. κουτί (μικρό από σκληρό υλικό):

Dose θηλ
Geldkassette θηλ
Käsedose θηλ
μαύρο κουτί ΤΕΧΝΟΛ
Blackbox θηλ

2. κουτί (μικρό από χαρτόνι):

Schachtel θηλ

3. κουτί (κάσα):

Kiste θηλ

4. κουτί (πακέτο):

Paket ουδ

κουφάλα [kuˈfala] SUBST θηλ

1. κουφάλα (σε δέντρο, δόντι):

Höhlung θηλ

2. κουφάλα χυδ (ως βρισιά: γυναίκα):

Schlampe θηλ

κουφάρι [kuˈfari] SUBST ουδ

1. κουφάρι (ανθρώπου):

Leiche θηλ

2. κουφάρι (ζώου):

Kadaver αρσ

3. κουφάρι (πλοίου):

Gerippe ουδ

4. κουφάρι (κτιρίου):

Gerüst ουδ

κουφέτο [kuˈfɛtɔ] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский