Ελληνικά » Γερμανικά

θεμελιωτής [θɛmɛliɔˈtis [ή ]θɛmɛʎɔˈtis] SUBST αρσ

εκθεμελιωτικ|ός <-ή, -ό> [ɛkθɛmɛliɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

θεμελιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [θɛmɛliˈɔnɔ [ή ]θɛmɛˈʎɔnɔ] VERB μεταβ

2. θεμελιώνω μτφ (συγκροτώ τις βάσεις):

3. θεμελιώνω (στηρίζω λογικά: τις απόψεις μου):

θεμελίωσ|η <-εις> [θɛmɛˈliɔsi] SUBST θηλ

1. θεμελίωση (κτιρίου, μηχανής: η πράξη):

2. θεμελίωση (τα θεμέλια):

Fundament ουδ

3. θεμελίωση (επιστήμης):

Begründung θηλ

θεμελιώδ|ης <-ης, -ες> [θɛmɛliˈɔðis] ΕΠΊΘ μτφ (πρωταρχικής σημασίας)

θεμελιακός <-ή, -ό> [θɛmɛliaˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. θεμελιακός (που αναφέρεται στα θεμέλια):

Fundament-

αθεμελίωτ|ος <-η, -ο> [aθɛmɛˈliɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αθεμελίωτος (κτήριο):

2. αθεμελίωτος μτφ (χωρίς λογική βάση):

μεσίτης [mɛˈsitis] SUBST αρσ, μεσίτρα [mɛˈsitra], μεσίτρια [mɛˈsitria] SUBST θηλ

1. μεσίτης (γενικά):

Vermittler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский