Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεμελιωτής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεμελιωτής [θɛmɛliɔˈtis [ή ]θɛmɛʎɔˈtis] SUBST αρσ

θεμελιωτής
Begründer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский