Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεμέλιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεμέλιο [θɛˈmɛliɔ [ή ]θɛˈmɛʎɔ] SUBST ουδ

1. θεμέλιο (οικοδομής):

θεμέλιο
Fundament ουδ
das Fundament ουδ ενικ
Hausfundament ουδ ενικ

2. θεμέλιο μτφ:

θεμέλιο
Fundament ουδ
θεμέλιο
Grundlage θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με θεμέλιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский