Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „θεμιτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

θεμιτ|ός <-ή, -ό> [θɛmiˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. θεμιτός (επιτρεπόμενος):

θεμιτός

2. θεμιτός (νόμιμος):

θεμιτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский