Ελληνικά » Γερμανικά

εναντίωσ|η <-εις> [ɛnanˈdiɔsi] SUBST θηλ

1. εναντίωση (διαφωνία):

Widerspruch αρσ

2. εναντίωση (αντίπραξη, αντίσταση):

Widerstand αρσ

εναντιότητα [ɛnandiˈɔtita] SUBST θηλ

1. εναντιότητα (αντίθεση):

Gegensatz αρσ

2. εναντιότητα (αντιξοότητα):

Widrigkeit θηλ

ενάντι|ος <-α, -ο> [ɛˈnandiɔs] ΕΠΊΘ

1. ενάντιος (αντίθετος):

εναντιολογ|ώ <-είς, -ησα> [ɛnandiɔlɔˈɣɔ] VERB μεταβ

εναντιώ|νομαι <-θηκα> [ɛnandiˈɔnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

εναντιολογία [ɛnandiɔlɔˈjia] SUBST θηλ

έναντι [ˈɛnandi] PREP +γεν

ιδιωτισμοί:

Zahlung θηλ gegen+αιτ

αντιβίωσ|η <-εις> [andiˈviɔsi] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский