Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εναποθηκεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εναποθηκεύ|ω <-σα, -τηκα, -μένος> [ɛnapɔθiˈcɛvɔ] VERB μεταβ

1. εναποθηκεύω (εμπορεύματα, πράγματα):

εναποθηκεύω

2. εναποθηκεύω (χρήματα):

εναποθηκεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский