Ελληνικά » Γερμανικά

εναπομ|ένω <-εινα> [ɛnapɔˈmɛnɔ] VERB αμετάβ

εναπομένω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский