Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εναποθέτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εναπο|θέτω <-θεσα, -τέθηκα> [ɛnapɔˈθɛtɔ] VERB μεταβ

1. εναποθέτω (πράγματα, χρήματα):

εναποθέτω

ιδιωτισμοί:

Παραδειγματικές φράσεις με εναποθέτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский