Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: εκτιμητής , εκτιμώ και εκτίμηση

εκτιμητής (εκτιμήτρια) [ɛktimiˈtis, ɛktiˈmitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. εκτιμητής (αξίας):

εκτιμητής (εκτιμήτρια)
Schätzer(in) αρσ (θηλ)
εκτιμητής (εκτιμήτρια)
Taxator(in) αρσ (θηλ)

2. εκτιμητής (ζημιών):

εκτιμητής (εκτιμήτρια)

εκτίμησ|η <-εις> [ɛkˈtimisi] SUBST θηλ

1. εκτίμηση (ζημιάς κτλ):

Schätzung θηλ

εκτιμ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛktiˈmɔ] VERB μεταβ

1. εκτιμώ (ζημιά κτλ):

2. εκτιμώ (υπολήπτομαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский