Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκτιμητής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκτιμητής (εκτιμήτρια) [ɛktimiˈtis, ɛktiˈmitria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. εκτιμητής (αξίας):

εκτιμητής (εκτιμήτρια)
Schätzer(in) αρσ (θηλ)
εκτιμητής (εκτιμήτρια)
Taxator(in) αρσ (θηλ)

2. εκτιμητής (ζημιών):

εκτιμητής (εκτιμήτρια)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский