Ελληνικά » Γερμανικά

άφρ|ων <-ων, -ον> [ˈafrɔn] ΕΠΊΘ

εχέφρ|ων <-ων, -ον> [ɛˈçɛfrɔn] ΕΠΊΘ

ειρωνικ|ός <-ή, -ό> [irɔniˈkɔs] ΕΠΊΘ

ειρκτή [irˈkti] SUBST θηλ

Αχέρ|ων <-οντα> [aˈçɛrɔn] SUBST αρσ ΜΥΘΟΛ

I . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB μεταβ (αντίπαλους)

II . ειρην|εύω <-εψα, -εμένος> [iriˈnɛvɔ] VERB αμετάβ (ηρεμώ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский