Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ειρωνεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ειρωνεύ|ομαι <-τηκα> [irɔˈnɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με ειρωνεύομαι

ειρωνεύομαι κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский