Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διατάραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

διατάραξ|η <-εις> [ðiaˈtaraksi] SUBST θηλ

διατάραξη
Störung θηλ
διατάραξη της ησυχίας
Ruhestörung θηλ
διατάραξη της συνείδησης
διατάραξη των εκλογών
διατάραξη οικιακής ειρήνης ΝΟΜ
διατάραξη της κοινής ειρήνης ΝΟΜ
διατάραξη της κυριότητας ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με διατάραξη

διατάραξη θηλ της κοινής ειρήνης
διατάραξη θηλ της κυριότητας
διατάραξη της κοινής ειρήνης ΝΟΜ
διατάραξη θηλ της συνείδησης
διατάραξη της ησυχίας
διατάραξη της συνείδησης
διατάραξη των εκλογών
διατάραξη οικιακής ειρήνης ΝΟΜ
διατάραξη της κυριότητας ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский