Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: δικονομικός , οικονομικός , οικονομικά , οικονομική και δικονομία

οικονομικ|ός <-ή, -ό> [ikɔnɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. οικονομικός (του οικονομικού συστήματος):

wirtschaftlich, Wirtschafts-
Wirtschaftskenntnisse θηλ πλ
Wirtschaftssanktionen θηλ πλ

2. οικονομικός (που δεν καταναλώνει πολλά):

Sparmaßnahmen θηλ πλ

3. οικονομικός (όχι ακριβός):

οικονομικά [ikɔnɔmiˈka] SUBST ουδ πλ

1. οικονομικά (χρηματικές υποθέσεις):

Finanzen θηλ πλ
öffentliche Finanzen θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский