οικονομικ|ός <-ή, -ό> [ikɔnɔmiˈkɔs] ΕΠΊΘ
1. οικονομικός (του οικονομικού συστήματος):
-
wirtschaftlich, Wirtschafts-
-
Hochkonjunktur θηλ
-
Wirtschaftshilfe θηλ
-
Wirtschaftslage θηλ
-
έκθεση θηλ οικονομικής κατάστασης (σε επιχείρηση)
-
Geschäftsbericht αρσ
-
Konjunkturzyklus αρσ