Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εξαθλίωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εξαθλίωσ|η <-εις> [ɛksaˈθliɔsi] SUBST θηλ

εξαθλίωση
Verelendung θηλ
οικονομική εξαθλίωση
(völlige) Verarmung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με εξαθλίωση

οικονομική εξαθλίωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский