Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ιδιώτης , ιδιωτεύω , ιδιωτικός , ιδιωτισμός , άμπωτη , ιδίωμα και ιδίως

ιδιώτης [iðiˈɔtis] SUBST αρσ

ιδιωτ|εύω <-εψα> [iðiɔˈtɛvɔ] VERB αμετάβ

1. ιδιωτεύω (ζω ως ιδιώτης):

2. ιδιωτεύω (αποσύρομαι από τη δημοσιότητα):

ιδιωτικ|ός <-ή, -ό> [iðiɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ιδίως [iˈðiɔs] ΕΠΊΡΡ

ιδίωμα [iˈðiɔma] SUBST ουδ

1. ιδίωμα (γνώρισμα, ιδιότητα):

2. ιδίωμα (διάλεκτος):

Mundart θηλ
Dialekt αρσ

άμπωτη [ˈambɔti] SUBST θηλ

ιδιωτισμός [iðiɔtizˈmɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский