Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδιωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδιωτικ|ός <-ή, -ό> [iðiɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ιδιωτικός
privat, Privat-
ιδιωτικός τομέας ΟΙΚΟΝ
privater Sektor αρσ
ιδιωτικός τομέας ΟΙΚΟΝ
Privatsektor αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ιδιωτικός

ιδιωτικός εκπαιδευτικός
Privatlehrer(in) αρσ (θηλ)
ιδιωτικός τομέας ΟΙΚΟΝ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский