Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ιδιωματισμός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ιδιωματισμός [iðiɔmatizˈmɔs] SUBST αρσ

1. ιδιωματισμός (τύπος έκφρασης κάποιας διαλέκτου):

ιδιωματισμός

2. ιδιωματισμός (ιδιωτισμός, ειδική έκφραση κάποιας γλώσσας):

ιδιωματισμός
Redewendung θηλ
ιδιωματισμός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский