Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεσμεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . δεσμ|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [ðɛzˈmɛvɔ] VERB μεταβ

1. δεσμεύω (συνδέω αναγκαστικά):

δεσμεύω με
binden an +αιτ

2. δεσμεύω (υποχρεώνω):

δεσμεύω

3. δεσμεύω (χρηματική κατάθεση):

δεσμεύω

4. δεσμεύω (μπλοκάρω):

δεσμεύω
gesperrtes Konto ουδ

II . δεσμεύομαι VERB αυτοπ ρήμα (υποχρεώνομαι)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский