Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέσμευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέσμευσ|η <-εις> [ˈðɛzmɛfsi] SUBST θηλ (υποχρέωση)

Παραδειγματικές φράσεις με δέσμευση

δέσμευση θηλ μισθωμάτων
δέσμευση θηλ τιμών
δέσμευση τιμών
δέσμευση μισθωμάτων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский