Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέσμιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέσμι|ος <-α, -ο> [ˈðɛzmiɔs] ΕΠΊΘ

δέσμιος
είμαι δέσμιος ενός πράγματος μτφ

Παραδειγματικές φράσεις με δέσμιος

είμαι δέσμιος ενός πράγματος μτφ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский