Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δέσιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δέσιμο [ˈðɛsimɔ] SUBST ουδ

1. δέσιμο (η πράξη: με σκοινί κτλ):

δέσιμο
Binden ουδ
είναι (τρελός) για δέσιμο

2. δέσιμο (πληγής):

δέσιμο
Verbinden ουδ

3. δέσιμο (βιβλίου):

δέσιμο
Einband αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με δέσιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский