Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δεσμευμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δεσμευμένος λογαριασμός
gesperrtes Konto ουδ
δεσμευμένος λογαριασμός
Sperrkonto ουδ
δεσμευμένος λογαριασμός ΟΙΚΟΝ
gesperrtes Konto ουδ
Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „δεσμευμένος“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский