Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόρρητο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόρρητο [aˈpɔritɔ] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με απόρρητο

κρατικό απόρρητο
τραπεζικό απόρρητο
βιομηχανικό απόρρητο
απόρρητο των επιστολών
είναι απόρρητο μυστικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский