Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δίπλωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δίπλωμα [ˈðiplɔma] SUBST ουδ

1. δίπλωμα (δίπλωση: ρούχων κτλ):

δίπλωμα
Falten ουδ

2. δίπλωμα (τύλιγμα):

δίπλωμα
Einwickeln ουδ

4. δίπλωμα (οδηγού):

δίπλωμα
Führerschein αρσ
δίπλωμα οδήγησης
Führerschein αρσ
δίπλωμα οδήγησης
Fahrerlaubnis θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский