Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απορρέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απ|ορρέω <-έρρευσα> [apɔˈrɛɔ] VERB αμετάβ μτφ

απορρέω από

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский