Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άπορος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άπορ|ος <-η, -ο> [ˈapɔrɔs] ΕΠΊΘ (στερούμενος τα αναγκαία)

άπορος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский