Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απορία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απορία [apɔˈria] SUBST θηλ

1. απορία (αναπάντητο ερώτημα):

απορία για
Frage θηλ zu
έχεις καμιά απορία;
λύνω μια απορία

2. απορία (αμηχανία):

απορία
Ratlosigkeit θηλ
βρίσκομαι σε απορία

4. απορία (ανέχεια):

απορία
Not θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский