Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απορρίπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απορρί|πτω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [apɔˈriptɔ] VERB μεταβ

1. απορρίπτω (πετώ):

απορρίπτω

2. απορρίπτω (άτομο):

απορρίπτω

3. απορρίπτω (αίτηση, προσφορά, πρόσκληση, πρόταση):

απορρίπτω

Παραδειγματικές φράσεις με απορρίπτω

απορρίπτω μια αξίωση ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский