Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκρουστικότης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκρουστικ|ός <-ή, -ό> [apɔkrustiˈkɔs] ΕΠΊΘ (πράξη, πράγμα)

αποκριάτικ|ος <-η, -ο> [apɔkriˈatikɔs] ΕΠΊΘ

αποκλειστικότητα [apɔklistiˈkɔtita] SUBST θηλ

2. αποκλειστικότητα (αποκλειστικό δικαίωμα):

Exklusivrecht ουδ

αποκλειστικ|ός <-ή, -ό> [apɔklistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. αποκλειστικός (συνέντευξη σε περιοδικό):

απόκρουσ|η <-εις> [aˈpɔkrusi] SUBST θηλ

1. απόκρουση (επιτιθέμενου):

Abwehr θηλ

2. απόκρουση (προσφοράς):

Abweisung θηλ

αποκρατικοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔkratikɔpiˈɔ] VERB μεταβ

αποκρυστάλλωσ|η <-εις> [apɔkrisˈtalɔsi] SUBST θηλ

1. αποκρυστάλλωση ΧΗΜ:

2. αποκρυστάλλωση μτφ:

Herausbildung θηλ

I . αποκρυσταλλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔkristaˈlɔnɔ] VERB μεταβ (μεταβάλλω σε κρύσταλλο)

II . αποκρυσταλλώνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. αποκρυσταλλώνομαι (μεταβάλλομαι σε κρύσταλλο):

2. αποκρυσταλλώνομαι μτφ (παίρνω την τελική μορφή):

αποκλειστική [apɔklistiˈci] SUBST θηλ (νοσοκόμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский