Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκλειστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκλειστικ|ός <-ή, -ό> [apɔklistiˈkɔs] ΕΠΊΘ

2. αποκλειστικός (συνέντευξη σε περιοδικό):

αποκλειστικός

Παραδειγματικές φράσεις με αποκλειστικός

αποκλειστικός αντιπρόσωπος
Alleinvertreter(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский