Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκηρύσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκηρύ|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔciˈrisɔ] VERB μεταβ

1. αποκηρύσσω (απαρνιέμαι):

αποκηρύσσω

2. αποκηρύσσω ΘΡΗΣΚ (αφορίζω):

αποκηρύσσω

3. αποκηρύσσω (αποκληρώνω):

αποκηρύσσω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский