Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκλεισμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποκλεισμέν|ος <-η, -ο> [apɔklizˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. αποκλεισμένος (κλεισμένος έξω):

αποκλεισμένος

2. αποκλεισμένος (κλεισμένος μέσα):

αποκλεισμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский