Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποκρούω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απ|οκρούω <-έκρουσα, -οκρούστηκα> [apɔˈkruɔ] VERB μεταβ

1. αποκρούω (επίθεση):

αποκρούω

2. αποκρούω (επιχείρημα, προσφορά):

αποκρούω

Παραδειγματικές φράσεις με αποκρούω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский